- σωματοφυλάκων
- σωματοφύλαξbodyguardmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PROTOSPATHARIUS — apud Leonem Ostiensem, l. 1. c. 51. de Symbaticio, Imperialis Protospatharius et Stratigo Macedoniae etc. est primus et princeps Spathariorum, h. e. σωματοφυλάκων seu Imperatorii corporis custodum. Protospatha, in vetere Epitaphio in Basilica S.… … Hofmann J. Lexicon universale
SCRIBO — apud Anastasium Biblioth. in Vigilio. Quô auditô Augusta misit Arthemium Scribonem; Satellitum praefectus est Macro: Certe τῶ σωματοφυλάκων τȏυ Βασιλέως ὑπερφερόμενοι, dicuntur passimk apud Theophyl. Simocattam et in Glossis Basilic. Quos mitti… … Hofmann J. Lexicon universale
αδορυφόρητος — ἀδορυφόρητος, ον (Α) [δορυφορῶ] αυτός που δεν έχει δορυφόρους, δηλ. σωματοφύλακες, αυτός που δεν έχει συνοδεία σωματοφυλάκων ή που δεν φυλάσσεται από αυτούς … Dictionary of Greek
αρχισωματοφύλαξ — ἀρχισωματοφύλαξ, ο (Α) 1. ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων 2. τίτλος στην αυλή των Πτολεμαίων της Αιγύπτου … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
προκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα) 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαι α) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.) β)… … Dictionary of Greek
Αρτάβανος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης πρίγκιπας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Υστάσπιδα και αδελφός του Δαρείου Α’. Κυβέρνησε την Περσία κατά την απουσία του Δαρείου στην Ελλάδα. 2. Υρκανός στρατιωτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν αρχηγός των… … Dictionary of Greek
Μαγνέντιος — (Flavius Magnentius, Αμιέν 303 – Λιόν 353 μ.Χ.). Σφετεριστής του θρόνου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (350). Επικεφαλής των σωματοφυλάκων του αυτοκράτορα της Δύσης Κώνστα, επωφελήθηκε από το στρατιωτικό κίνημα που ξέσπασε εναντίον του και, αφού τον… … Dictionary of Greek
Νουμεριανός, Μάρκος Αυρήλιος Νουμέριος — (Marcus Aurelius Numerious Numerianus, ; – 284 αι. μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (283 284), γιος και συμβασιλιάς του Κάρου. Πολέμησε εναντίον των Περσών μαζί με τον πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου συνέχισε μόνος του τον πόλεμο για λίγο… … Dictionary of Greek
πραιτωριανοί — Η σωματοφυλακή του αυτοκράτορα στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός τους καθιερώθηκε από τον Αύγουστο και στρατολογούνταν εθελοντικά μεταξύ των Ιταλών πολιτών μέχρι τον Σεπτίμιο Σεβήρο· αργότερα και μεταξύ των επαρχιωτών. Τη διοίκησή τους είχε ο praefectus … Dictionary of Greek